- επιλόχιος
- α, ο [ος, ον] относящийся к родам, родовой;
επιλόχιος πυρετός — родовая горячка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιλόχιος πυρετός — родовая горячка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιλόχειος — επιλόχειος, α, ο και επιλόχιος, α, ο που γίνεται ή εμφανίζεται στη διάρκεια της λοχείας της γυναίκας (όταν δηλ. αυτή είναι λεχώνα): Επιλόχειος πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)